ἀντιστρέψει

ἀντιστρέψει
ἀντιστρέφω
turn to the opposite side
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀντιστρέφω
turn to the opposite side
fut ind mid 2nd sg
ἀντιστρέφω
turn to the opposite side
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • εναλλάκτης — Ηλεκτρική μηχανή που μετατρέπει, σύμφωνα με τις φυσικές αρχές του ηλεκτρομαγνητισμού, μηχανικό έργο σε ηλεκτρική ενέργεια και τη διανέμει με τη μορφή του εναλλασσόμενου ρεύματος. Η λειτουργία του βασίζεται στο φαινόμενο της δημιουργίας ηλεκτρικού …   Dictionary of Greek

  • Μαρσέ, Ζορζ — (Georges Marchais, Καλβαντός 1920 – 1997). Γάλλος πολιτικός. Καταγόταν από οικογένεια εργατών και ο ίδιος ήταν μεταλλωρύχος. Εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας το 1947, έναν χρόνο μετά την μεγαλύτερη εκλογική επιτυχία του κόμματος, όταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”